αμφιλαλος

αμφιλαλος
    ἀμφίλαλος
    ἀμφί-λᾰλος
    2
    беспрерывно или повсюду болтающий, страшно болтливый
    

(χείλη Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αμφιλαλος" в других словарях:

  • αμφίλαλος — ἀμφίλαλος, ον (Α) αυτός που κατά την ομιλία του ανακατώνει ξένες λέξεις με τις ελληνικές, που μιλάει σπασμένα Ελληνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + λάλος] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιλάλοις — ἀμφίλαλος talking in two languages masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»